ἐπήρης

ἐπήρης
ἐπ-ήρης, ες, ausgerüstet, versehen; κελήτιον, mit Rudern versehen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επήρης — ἐπήρης, ες (Α) 1. ο εφοδιασμένος με κάτι 2. (για πλοία) εξοπλισμένος, αρματωμένος 3. ο εφοδιασμένος με κουπιά 4. ο έτοιμος να αποπλεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήρης (< ερέτης*)] …   Dictionary of Greek

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”